Το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ Χριστουγέννων και Φώτων ονομάζεται δωδεκαήμερο. Το δωδεκάημερο, όπως προφέρεται στα χωριά μας, θεωρούνταν πολύ επικίνδυνη εποχή. Τις νύχτες, που είναι και οι μεγαλύτερες του χρόνου, πίστευαν πως κυκλοφορούσαν δαιμονικά πλάσματα, οι Καλικάντζαροι, όπως τους αποκαλούσαν. Γι’ αυτό και τις νύχτες, μετά τις δώδεκα, δεν κυκλοφορούσε κανείς, για να μην τον αγγίξουν.
Όποιος αγγίζονταν απ’ αυτά ή απαντούσε στο κάλεσμά τους έχανε την λαλιά του και αναγκαζόταν να χορεύει μαζί τους όλη νύχτα ώσπου στο τέλος έπεφτε αναίσθητος από τον τρελό χορό.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων κι ως τα ξημερώματα των Φώτων, σε κάθε σπίτι έκαιγαν το βράδυ στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο και το διατηρούσαν αναμμένο όλη νύχτα, για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Γιατί πίστευαν, πως αυτοί, τριγυρνούσαν όλη τη νύχτα στη στέγη περιμένοντας να σβήσει η φωτιά. Και τότε κατέβαιναν από την καμινάδα, έτρωγαν, έπιναν και παίδευαν τους ανθρώπους με τις ζαβολιές τους.
Στο σπίτι δεν άφηναν ξέσκεπο φαγητό ή δοχείο με νερό, γιατί οι καλικάντζαροι τα μαγάριζαν. Στο αλεύρι, που φύλαγαν μέσα στο αμπάρι, χάραζαν ένα σταυρό και οι δαίμονες δεν πλησίαζαν. Όμως αυτοί έκαναν άπειρες άλλες σκανταλιές. Έχυναν το λάδι, δάγκωναν τα λουκάνικα και τις ματιές, μπέρδευαν τα νήματα στον αργαλειό, ξήλωναν τα εργόχειρα κι ένα σωρό άλλες ζαβολιές.
Την παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η μέρα που σφάζονταν το γουρούνι. Σ όλο το χωριό ακούγονταν από νωρίς τα «γκουρλίσματα», οι φωνές δηλαδή των γουρουνιών, που σφάζονταν σε κάθε σπίτι..
Την ίδια αυτή μέρα οι νοικοκυρές ζύμωναν μαζί με το ψωμί της οικογένειας κι ένα μικρό στρογγυλό ψωμάκι στο μέγεθος κουλουριού, μ’ ένα σταυρό στη μέση, το οποίο κρεμούσαν στο εικονοστάσι και το άφηναν εκεί σαράντα μέρες. Με τον τρόπο αυτό καλούσαν το Χριστό να επισκεφτεί το σπιτικό τους.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων τα παιδιά τις περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία.
Νωρίς το απόγευμα της Παραμονής των Χριστουγέννων παιδιά όλων των ηλικιών σχημάτιζαν τις παρέες τους για τα κάλαντα, τα κόλιντρα, όπως τα έλεγαν. Φορούσαν και κάτι καινούργιο πάνω τους για να μην τα πλησιάζουν τα κακά πνεύματα.
Με τον τρουβά στον ώμο και μια ματσούκα για τα σκυλιά έπαιρναν με τη σειρά όλα τα σπίτια του χωριού, γνωστά και άγνωστα. Μετά την επίσκεψη κάθε σπιτιού, άνοιγε η πόρτα και ο αρχηγός της οικογένειας πρόσφερε στα παιδιά ξυλοκέρατα, ξερά σύκα, καρύδια και άλλα.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, πριν ακόμη φέξει η μέρα, κάθε νοικοκύρης έβγαινε στην αυλή του σπιτιού του, για να υποδεχτεί το Χριστό. Έπαιρνε μια μικρή πέτρα κι ένα κλωναράκι κέδρο και τα τοποθετούσε κοντά στο τζάκι, να είναι ζεστά. Η πέτρα συμβόλιζε το μικρό Χριστό. Τη φύλαγαν στη θέση αυτή σαράντα μέρες, ως τη μέρα της Υπαπαντής του Κυρίου.
Τις επόμενες μέρες, ως την Πρωτοχρονιά, έλιωναν το παχύ κρέας του γουρουνιού κι έβγαζαν λίγδα και τσιγαρίδες. Τη λίγδα τη χρησιμοποιούσαν στη θέση του βούτυρου. Τότε πάστωναν και το κρέας, για τις ανάγκες της οικογένειας όλου του χειμώνα, έκαμναν τα νοστιμότατα λουκάνικα και τις απίθανες ματιές.
Τα λουκάνικα και οι ματιές ήταν απρόσιτα σε όλους ως τη μέρα των Φώτων, που περνούσε ο παπάς και τα ευλογούσε, όπως έλεγαν.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έκαναν τη βασιλόπιτα. Τη γέμιση την έκαναν με χοιρινό κρέας που το έβραζαν με πράσα. Έβαζαν και το φλουρί στη μέση και την έψηναν στη γάστρα ή στο μικρό φούρνο της αυλής.
Τα μεσάνυχτα, την ώρα που αλλάζει ο χρόνος, τοποθετούσαν την πίτα στο τραπέζι κι ο γεροντότερος του σπιτιού, αφού τη γύριζε τρεις φορές, την έκοβε σε τόσα κομμάτια, όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας, συνυπολογίζοντας κι από ένα κομμάτι για το Χριστό, το σπίτι, τα ζώα και τα σπαρτά. Ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι του κι αυτός που έβρισκε το φλουρί, θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς.
Μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας, κάθονταν όλοι μπροστά στη φωτιά, ξέχωναν τα κάρβουνα και τα τραβούσαν στις άκρες μαζί με τη στάχτη και πάνω στην καυτή πλάκα του τζακιού έριχναν σπόρους σταριού. Ένα σπόρο για κάθε μέλος της οικογένειας. Αυτός ο σπόρος έδινε το χρησμό του για την τύχη αυτού που ονομάτιζε ο αρχηγός της οικογένειας.
Ο σπόρος, όπως ήταν φυσικό, καθώς ψηνόταν, αναπηδούσε. Κι αν πήγαινε προς τη δεξιά πλευρά του τζακιού, πίστευαν πως η χρονιά θα πήγαινε πολύ καλά. Αν πήγαινε αριστερά, η χρονιά δεν θα ήταν και τόσο καλή. Και θα ήταν σωστή καταστροφή, αν ο σπόρος πήγαινε προς τα μαζεμένα κάρβουνα.
Με το κέδρο που είχαν κρατημένο από ανήμερα των Χριστουγέννων, ξέχωναν τη φωτιά, τραβούσαν τα κάρβουνα και τις στάχτες στην άκρη και μετά το έριχναν στο τζάκι μαζί με λίγο αλάτι να καεί.
Ύστερα απ’ αυτό ακολουθούσε, από τον αρχηγό της οικογένειας πάντα, ο πιδιακός (το ποδαρικό) που έλεγε:
Σας φέρνω γεια, φέρνω χαρά, φέρνω γίδια και αρνιά και γεννήματα πολλά. Φέρνω νύφες και γαμπροί. Φέρνω απ’ όλα τα καλά.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και μέχρι τα Φώτα σε πολλά χωριά υπήρχε και το έθιμο με τα «λιογκατζιάρια». Οι συμμετέχοντες μεταμφιέζονται και γυρίζουν τον οικισμό και περιπαίζουν με κωμικό τρόπο τους πάντες, όπως ακριβώς γινόταν από την Αρχαία Ελλάδα. Ένα ακόμη συμβολικό στοιχείο που διατηρήθηκε, είναι αυτό της αναζήτησης δώρων, από την πλευρά των μεταμφιεσμένων. Με αυτόν τον τρόπο εξαγοράζεται η προσφορά τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων που ταλαιπωρούν κάποιο σπιτικό. Για να γίνει αυτό βασική προϋπόθεση είναι οι μεταμφιεσμένοι να φέρουν προσωπίδα, μάσκα, η οποία θα τρομάξει το κακό.
Τη μέρα των Φώτων που γινόταν ο αγιασμός των νερών, κατέβαιναν όλες οι γυναίκες στην τρανή τη βρύση και έπαιρναν από το χέρι του παπά αγιασμό. Μ’ αυτόν ράντιζαν τα σπίτια πρώτα και μετά τα χωράφια και τα ζώα τους. Ένα μέρος του αγιασμού φυλάγονταν στο σπίτι για τυχόν αρρώστιες. Επίσης, έβρεχαν στη βρύση την πέτρα που είχαν στο τζάκι από ανήμερα των Χριστουγέννων και συμβόλιζε τον Χριστό, λέγοντας:
Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το γάλα. Όπως τρέχει το νερό, να τρέχουν τα μπιρικέτια, τα γεννήματα.
Το βρέξιμο συμβόλιζε τη βάφτιση του Χριστού.
Όποιος αγγίζονταν απ’ αυτά ή απαντούσε στο κάλεσμά τους έχανε την λαλιά του και αναγκαζόταν να χορεύει μαζί τους όλη νύχτα ώσπου στο τέλος έπεφτε αναίσθητος από τον τρελό χορό.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων κι ως τα ξημερώματα των Φώτων, σε κάθε σπίτι έκαιγαν το βράδυ στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο και το διατηρούσαν αναμμένο όλη νύχτα, για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Γιατί πίστευαν, πως αυτοί, τριγυρνούσαν όλη τη νύχτα στη στέγη περιμένοντας να σβήσει η φωτιά. Και τότε κατέβαιναν από την καμινάδα, έτρωγαν, έπιναν και παίδευαν τους ανθρώπους με τις ζαβολιές τους.
Στο σπίτι δεν άφηναν ξέσκεπο φαγητό ή δοχείο με νερό, γιατί οι καλικάντζαροι τα μαγάριζαν. Στο αλεύρι, που φύλαγαν μέσα στο αμπάρι, χάραζαν ένα σταυρό και οι δαίμονες δεν πλησίαζαν. Όμως αυτοί έκαναν άπειρες άλλες σκανταλιές. Έχυναν το λάδι, δάγκωναν τα λουκάνικα και τις ματιές, μπέρδευαν τα νήματα στον αργαλειό, ξήλωναν τα εργόχειρα κι ένα σωρό άλλες ζαβολιές.
Την παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η μέρα που σφάζονταν το γουρούνι. Σ όλο το χωριό ακούγονταν από νωρίς τα «γκουρλίσματα», οι φωνές δηλαδή των γουρουνιών, που σφάζονταν σε κάθε σπίτι..
Την ίδια αυτή μέρα οι νοικοκυρές ζύμωναν μαζί με το ψωμί της οικογένειας κι ένα μικρό στρογγυλό ψωμάκι στο μέγεθος κουλουριού, μ’ ένα σταυρό στη μέση, το οποίο κρεμούσαν στο εικονοστάσι και το άφηναν εκεί σαράντα μέρες. Με τον τρόπο αυτό καλούσαν το Χριστό να επισκεφτεί το σπιτικό τους.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων τα παιδιά τις περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία.
Νωρίς το απόγευμα της Παραμονής των Χριστουγέννων παιδιά όλων των ηλικιών σχημάτιζαν τις παρέες τους για τα κάλαντα, τα κόλιντρα, όπως τα έλεγαν. Φορούσαν και κάτι καινούργιο πάνω τους για να μην τα πλησιάζουν τα κακά πνεύματα.
Με τον τρουβά στον ώμο και μια ματσούκα για τα σκυλιά έπαιρναν με τη σειρά όλα τα σπίτια του χωριού, γνωστά και άγνωστα. Μετά την επίσκεψη κάθε σπιτιού, άνοιγε η πόρτα και ο αρχηγός της οικογένειας πρόσφερε στα παιδιά ξυλοκέρατα, ξερά σύκα, καρύδια και άλλα.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, πριν ακόμη φέξει η μέρα, κάθε νοικοκύρης έβγαινε στην αυλή του σπιτιού του, για να υποδεχτεί το Χριστό. Έπαιρνε μια μικρή πέτρα κι ένα κλωναράκι κέδρο και τα τοποθετούσε κοντά στο τζάκι, να είναι ζεστά. Η πέτρα συμβόλιζε το μικρό Χριστό. Τη φύλαγαν στη θέση αυτή σαράντα μέρες, ως τη μέρα της Υπαπαντής του Κυρίου.
Τις επόμενες μέρες, ως την Πρωτοχρονιά, έλιωναν το παχύ κρέας του γουρουνιού κι έβγαζαν λίγδα και τσιγαρίδες. Τη λίγδα τη χρησιμοποιούσαν στη θέση του βούτυρου. Τότε πάστωναν και το κρέας, για τις ανάγκες της οικογένειας όλου του χειμώνα, έκαμναν τα νοστιμότατα λουκάνικα και τις απίθανες ματιές.
Τα λουκάνικα και οι ματιές ήταν απρόσιτα σε όλους ως τη μέρα των Φώτων, που περνούσε ο παπάς και τα ευλογούσε, όπως έλεγαν.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έκαναν τη βασιλόπιτα. Τη γέμιση την έκαναν με χοιρινό κρέας που το έβραζαν με πράσα. Έβαζαν και το φλουρί στη μέση και την έψηναν στη γάστρα ή στο μικρό φούρνο της αυλής.
Τα μεσάνυχτα, την ώρα που αλλάζει ο χρόνος, τοποθετούσαν την πίτα στο τραπέζι κι ο γεροντότερος του σπιτιού, αφού τη γύριζε τρεις φορές, την έκοβε σε τόσα κομμάτια, όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας, συνυπολογίζοντας κι από ένα κομμάτι για το Χριστό, το σπίτι, τα ζώα και τα σπαρτά. Ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι του κι αυτός που έβρισκε το φλουρί, θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς.
Μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας, κάθονταν όλοι μπροστά στη φωτιά, ξέχωναν τα κάρβουνα και τα τραβούσαν στις άκρες μαζί με τη στάχτη και πάνω στην καυτή πλάκα του τζακιού έριχναν σπόρους σταριού. Ένα σπόρο για κάθε μέλος της οικογένειας. Αυτός ο σπόρος έδινε το χρησμό του για την τύχη αυτού που ονομάτιζε ο αρχηγός της οικογένειας.
Ο σπόρος, όπως ήταν φυσικό, καθώς ψηνόταν, αναπηδούσε. Κι αν πήγαινε προς τη δεξιά πλευρά του τζακιού, πίστευαν πως η χρονιά θα πήγαινε πολύ καλά. Αν πήγαινε αριστερά, η χρονιά δεν θα ήταν και τόσο καλή. Και θα ήταν σωστή καταστροφή, αν ο σπόρος πήγαινε προς τα μαζεμένα κάρβουνα.
Με το κέδρο που είχαν κρατημένο από ανήμερα των Χριστουγέννων, ξέχωναν τη φωτιά, τραβούσαν τα κάρβουνα και τις στάχτες στην άκρη και μετά το έριχναν στο τζάκι μαζί με λίγο αλάτι να καεί.
Ύστερα απ’ αυτό ακολουθούσε, από τον αρχηγό της οικογένειας πάντα, ο πιδιακός (το ποδαρικό) που έλεγε:
Σας φέρνω γεια, φέρνω χαρά, φέρνω γίδια και αρνιά και γεννήματα πολλά. Φέρνω νύφες και γαμπροί. Φέρνω απ’ όλα τα καλά.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και μέχρι τα Φώτα σε πολλά χωριά υπήρχε και το έθιμο με τα «λιογκατζιάρια». Οι συμμετέχοντες μεταμφιέζονται και γυρίζουν τον οικισμό και περιπαίζουν με κωμικό τρόπο τους πάντες, όπως ακριβώς γινόταν από την Αρχαία Ελλάδα. Ένα ακόμη συμβολικό στοιχείο που διατηρήθηκε, είναι αυτό της αναζήτησης δώρων, από την πλευρά των μεταμφιεσμένων. Με αυτόν τον τρόπο εξαγοράζεται η προσφορά τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων που ταλαιπωρούν κάποιο σπιτικό. Για να γίνει αυτό βασική προϋπόθεση είναι οι μεταμφιεσμένοι να φέρουν προσωπίδα, μάσκα, η οποία θα τρομάξει το κακό.
Τη μέρα των Φώτων που γινόταν ο αγιασμός των νερών, κατέβαιναν όλες οι γυναίκες στην τρανή τη βρύση και έπαιρναν από το χέρι του παπά αγιασμό. Μ’ αυτόν ράντιζαν τα σπίτια πρώτα και μετά τα χωράφια και τα ζώα τους. Ένα μέρος του αγιασμού φυλάγονταν στο σπίτι για τυχόν αρρώστιες. Επίσης, έβρεχαν στη βρύση την πέτρα που είχαν στο τζάκι από ανήμερα των Χριστουγέννων και συμβόλιζε τον Χριστό, λέγοντας:
Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το γάλα. Όπως τρέχει το νερό, να τρέχουν τα μπιρικέτια, τα γεννήματα.
Το βρέξιμο συμβόλιζε τη βάφτιση του Χριστού.