Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Τα έθιμα της ορεινής Πιερίας


Το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ Χριστουγέννων και Φώτων ονομάζεται δωδεκαήμερο. Το δωδεκάημερο, όπως προφέρεται στα χωριά μας, θεωρούνταν πολύ επικίνδυνη εποχή. Τις νύχτες, που είναι και οι μεγαλύτερες του χρόνου, πίστευαν πως κυκλοφορούσαν δαιμονικά πλάσματα, οι Καλικάντζαροι, όπως τους αποκαλούσαν. Γι’ αυτό και τις νύχτες, μετά τις δώδεκα, δεν κυκλοφορούσε κανείς, για να μην τον αγγίξουν.

Όποιος αγγίζονταν απ’ αυτά ή απαντούσε στο κάλεσμά τους έχανε την λαλιά του και αναγκαζόταν να χορεύει μαζί τους όλη νύχτα ώσπου στο τέλος έπεφτε αναίσθητος από τον τρελό χορό.

Από την παραμονή των Χριστουγέννων κι ως τα ξημερώματα των Φώτων, σε κάθε σπίτι έκαιγαν το βράδυ στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο και το διατηρούσαν αναμμένο όλη νύχτα, για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Γιατί πίστευαν, πως αυτοί, τριγυρνούσαν όλη τη νύχτα στη στέγη περιμένοντας να σβήσει η φωτιά. Και τότε κατέβαιναν από την καμινάδα, έτρωγαν, έπιναν και παίδευαν τους ανθρώπους με τις ζαβολιές τους.

Στο σπίτι δεν άφηναν ξέσκεπο φαγητό ή δοχείο με νερό, γιατί οι καλικάντζαροι τα μαγάριζαν. Στο αλεύρι, που φύλαγαν μέσα στο αμπάρι, χάραζαν ένα σταυρό και οι δαίμονες δεν πλησίαζαν. Όμως αυτοί έκαναν άπειρες άλλες σκανταλιές. Έχυναν το λάδι, δάγκωναν τα λουκάνικα και τις ματιές, μπέρδευαν τα νήματα στον αργαλειό, ξήλωναν τα εργόχειρα κι ένα σωρό άλλες ζαβολιές.

Την παραμονή των Χριστουγέννων ήταν η μέρα που σφάζονταν το γουρούνι. Σ όλο το χωριό ακούγονταν από νωρίς τα «γκουρλίσματα», οι φωνές δηλαδή των γουρουνιών, που σφάζονταν σε κάθε σπίτι..

Την ίδια αυτή μέρα οι νοικοκυρές ζύμωναν μαζί με το ψωμί της οικογένειας κι ένα μικρό στρογγυλό ψωμάκι στο μέγεθος κουλουριού, μ’ ένα σταυρό στη μέση, το οποίο κρεμούσαν στο εικονοστάσι και το άφηναν εκεί σαράντα μέρες. Με τον τρόπο αυτό καλούσαν το Χριστό να επισκεφτεί το σπιτικό τους.

Τις ημέρες των Χριστουγέννων τα παιδιά τις περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία.

Νωρίς το απόγευμα της Παραμονής των Χριστουγέννων παιδιά όλων των ηλικιών σχημάτιζαν τις παρέες τους για τα κάλαντα, τα κόλιντρα, όπως τα έλεγαν. Φορούσαν και κάτι καινούργιο πάνω τους για να μην τα πλησιάζουν τα κακά πνεύματα.

Με τον τρουβά στον ώμο και μια ματσούκα για τα σκυλιά έπαιρναν με τη σειρά όλα τα σπίτια του χωριού, γνωστά και άγνωστα. Μετά την επίσκεψη κάθε σπιτιού, άνοιγε η πόρτα και ο αρχηγός της οικογένειας πρόσφερε στα παιδιά ξυλοκέρατα, ξερά σύκα, καρύδια και άλλα.

Ανήμερα των Χριστουγέννων, πριν ακόμη φέξει η μέρα, κάθε νοικοκύρης έβγαινε στην αυλή του σπιτιού του, για να υποδεχτεί το Χριστό. Έπαιρνε μια μικρή πέτρα κι ένα κλωναράκι κέδρο και τα τοποθετούσε κοντά στο τζάκι, να είναι ζεστά. Η πέτρα συμβόλιζε το μικρό Χριστό. Τη φύλαγαν στη θέση αυτή σαράντα μέρες, ως τη μέρα της Υπαπαντής του Κυρίου.

Τις επόμενες μέρες, ως την Πρωτοχρονιά, έλιωναν το παχύ κρέας του γουρουνιού κι έβγαζαν λίγδα και τσιγαρίδες. Τη λίγδα τη χρησιμοποιούσαν στη θέση του βούτυρου. Τότε πάστωναν και το κρέας, για τις ανάγκες της οικογένειας όλου του χειμώνα, έκαμναν τα νοστιμότατα λουκάνικα και τις απίθανες ματιές.

Τα λουκάνικα και οι ματιές ήταν απρόσιτα σε όλους ως τη μέρα των Φώτων, που περνούσε ο παπάς και τα ευλογούσε, όπως έλεγαν.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έκαναν τη βασιλόπιτα. Τη γέμιση την έκαναν με χοιρινό κρέας που το έβραζαν με πράσα. Έβαζαν και το φλουρί στη μέση και την έψηναν στη γάστρα ή στο μικρό φούρνο της αυλής.

Τα μεσάνυχτα, την ώρα που αλλάζει ο χρόνος, τοποθετούσαν την πίτα στο τραπέζι κι ο γεροντότερος του σπιτιού, αφού τη γύριζε τρεις φορές, την έκοβε σε τόσα κομμάτια, όσα ήταν και τα μέλη της οικογένειας, συνυπολογίζοντας κι από ένα κομμάτι για το Χριστό, το σπίτι, τα ζώα και τα σπαρτά. Ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι του κι αυτός που έβρισκε το φλουρί, θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς.

Μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας, κάθονταν όλοι μπροστά στη φωτιά, ξέχωναν τα κάρβουνα και τα τραβούσαν στις άκρες μαζί με τη στάχτη και πάνω στην καυτή πλάκα του τζακιού έριχναν σπόρους σταριού. Ένα σπόρο για κάθε μέλος της οικογένειας. Αυτός ο σπόρος έδινε το χρησμό του για την τύχη αυτού που ονομάτιζε ο αρχηγός της οικογένειας.

Ο σπόρος, όπως ήταν φυσικό, καθώς ψηνόταν, αναπηδούσε. Κι αν πήγαινε προς τη δεξιά πλευρά του τζακιού, πίστευαν πως η χρονιά θα πήγαινε πολύ καλά. Αν πήγαινε αριστερά, η χρονιά δεν θα ήταν και τόσο καλή. Και θα ήταν σωστή καταστροφή, αν ο σπόρος πήγαινε προς τα μαζεμένα κάρβουνα.

Με το κέδρο που είχαν κρατημένο από ανήμερα των Χριστουγέννων, ξέχωναν τη φωτιά, τραβούσαν τα κάρβουνα και τις στάχτες στην άκρη και μετά το έριχναν στο τζάκι μαζί με λίγο αλάτι να καεί.

Ύστερα απ’ αυτό ακολουθούσε, από τον αρχηγό της οικογένειας πάντα, ο πιδιακός (το ποδαρικό) που έλεγε:

Σας φέρνω γεια, φέρνω χαρά, φέρνω γίδια και αρνιά και γεννήματα πολλά. Φέρνω νύφες και γαμπροί. Φέρνω απ’ όλα τα καλά.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και μέχρι τα Φώτα σε πολλά χωριά υπήρχε και το έθιμο με τα «λιογκατζιάρια». Οι συμμετέχοντες μεταμφιέζονται και γυρίζουν τον οικισμό και περιπαίζουν με κωμικό τρόπο τους πάντες, όπως ακριβώς γινόταν από την Αρχαία Ελλάδα. Ένα ακόμη συμβολικό στοιχείο που διατηρήθηκε, είναι αυτό της αναζήτησης δώρων, από την πλευρά των μεταμφιεσμένων. Με αυτόν τον τρόπο εξαγοράζεται η προσφορά τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων που ταλαιπωρούν κάποιο σπιτικό. Για να γίνει αυτό βασική προϋπόθεση είναι οι μεταμφιεσμένοι να φέρουν προσωπίδα, μάσκα, η οποία θα τρομάξει το κακό.

Τη μέρα των Φώτων που γινόταν ο αγιασμός των νερών, κατέβαιναν όλες οι γυναίκες στην τρανή τη βρύση και έπαιρναν από το χέρι του παπά αγιασμό. Μ’ αυτόν ράντιζαν τα σπίτια πρώτα και μετά τα χωράφια και τα ζώα τους. Ένα μέρος του αγιασμού φυλάγονταν στο σπίτι για τυχόν αρρώστιες. Επίσης, έβρεχαν στη βρύση την πέτρα που είχαν στο τζάκι από ανήμερα των Χριστουγέννων και συμβόλιζε τον Χριστό, λέγοντας:

Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το γάλα. Όπως τρέχει το νερό, να τρέχουν τα μπιρικέτια, τα   γεννήματα.

Το βρέξιμο συμβόλιζε τη βάφτιση του Χριστού.

150.000 ευρώ από το ΕΣΠΑ για το εκκλησάκι στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Ρητίνης


Εγκρίθηκε η μελέτη αποκατάστασης και διάσωσης των τοιχογραφιών στην εκκλησία του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Ρητίνης. Εκδόθηκε η απαραίτητη υπουργική απόφαση. Μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία ένταξης και χρηματοδότησης του έργου από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας


Η προσπάθεια ξεκίνησε πριν από δύο περίπου χρόνια όταν με μια σειρά από δημοσιεύματα η τοπική εφημερίδα «Διάλογος», ακόμη και πρωτοσέλιδα, κατάφερε να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει άτομα και φορείς προκειμένου να σωθεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της ορεινής Πιερίας. Το μικρό εκκλησάκι – αυτό απέμεινε από το ένδοξο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Ρητίνης– με τις σημαντικές τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1494 και εντεύθεν!

Στην προσπάθεια αυτή ανταποκρίθηκαν άμεσα και με διάθεση εθελοντικής προσφοράς ο αρχαιολόγος κ. Ευάγγελος Παπαθανασίου, ο συντηρητής κ. Χρήστος Λοτσιόπουλος και στην συνέχεια η Προϊσταμένη της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Μελίνα Παϊσίδου. Θετική ήταν και η ανταπόκριση των τοπικών φορέων, του Δήμου Πιερίων της τοπικής εκκλησίας.
Η προσπάθεια φαίνεται να ευοδώνεται και ελπίζουμε μαζί με την μικρή εκκλησία με τις σπάνιες και πολύτιμες τοιχογραφίες, να υπάρξει μέριμνα και για τις δεκάδες διασωθείσες κινητές εικόνες – θρησκευτικές εικόνες 400 και 200 χρόνων, με σημαντική αρχαιολογική και ιστορική αξία για την περιοχή – οι οποίες και χρήζουν άμεσης συντήρησης και αποκατάστασης.
Στην ορεινή Πιερία υπάρχουν πολλά σημαντικά μνημεία με ανεκτίμητη αρχαιολογική αξία, άγνωστα ακόμη και σε επιστήμονες και  ιστορικούς ακόμη και της Πιερίας, παραμένουν εγκαταλειμμένα, καταρρέουν και καταστρέφονται χωρίς καμιά φροντίδα. Χάνονται έτσι πολύτιμα στοιχεία όχι μόνο για την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής των Πιερίων αλλά και για την ιστορία και τον πολιτισμό της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.

Ένα από τα μνημεία αυτά, για το οποίο η εφημερίδα «Διάλογος»  έκανε πρωτοσέλιδη την αγωνία και την έκκληση να διασωθεί από την καταστροφή είναι ο ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στο χώρο του ομώνυμου μοναστηριού λίγο έξω από τη Ρητίνη. Πολύτιμες τοιχογραφίες και επιγραφές 500 και πλέον ετών χάνονταν μέρα με τη μέρα αφού ο μνημείο καταρρέει εγκαταλειμμένο και απροστάτευτο!
Πέρα από τα συνεχή δημοσιεύματα η μέλη της Αναπτυξιακής Περιβαλλοντικής Πολιτιστικής Ενημερωτικής Εταιρίας Πιερίων ανέλαβαν την πρωτοβουλία να ενημερώσουν τις αρμόδιες υπηρεσίες όπως η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, ενώ με την συμβολή του αρχαιολόγου κ. Ευάγγελου Παπαθανασίου και του συντηρητή κ. Χρήστου Λιοτσιόπουλου συνέταξαν υπόμνημα με ιστορικά και τεχνικά στοιχεία όχι μόνο για το κτίσμα του μοναστηριού αλλά και τον θησαυρό των φορητών εικόνων των εκκλησιών της Ρητίνης που φθείρονταν εγκαταλειμμένες σε ένα υγρό και βρώμικο υπόγειο. Ο κ. Λιοτσόπουλος άρχισε μάλιστα εθελοντικά και την συντήρηση κάποιων από αυτές τις εικόνες.

Η επίσκεψη της προϊσταμένης της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Μελίνας Παϊσίδου, πριν από ένα περίπου χρόνο, στην Ρητίνη και το Ελατοχώρι και η αυτοψία στο ναό του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Ρητίνης και στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο παλιό Ελατοχώρι, ήταν η αρχή της θετικής εξέλιξης.

Στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Ρητίνης εγκαταστάθηκε συνεργείο με εξειδικευμένους συντηρητές οι οποίες έκαναν διασωστικές επεμβάσεις στο σύνολο των εσωτερικών τοιχογραφιών του ναού, ενώ εγκατέστησαν δείκτες για την μελέτη στατικότητας του ναού του Αγίου Νικολάου στο παλιό Ελατοχώρι. Παράλληλα συντάχτηκαν μελέτες για την διάσωση των δύο θρησκευτικών και ιστορικών μνημείων.

Η ίδια προϊσταμένη της 9ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Μ. Παϊσίδου μελέτησε τις τοιχογραφίες του ναού του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Ρητίνης και παρουσίασε μια πρώτη άποψη στην εισήγησή της στο 4ο Επιστημονικό Συνέδριο της Εστίας Πιερίδων Μουσών «Η Πιερία στα Βυζαντινά και στα Νεότερα χρόνια». Εισήγηση η οποία άνοιξε πλέον έναν  επιστημονικό διάλογο μεταξύ διακεκριμένων ερευνητών αρχαιολόγων, καθηγητών πανεπιστημίου, αφού η κ. Παϊσίδου διαφωνεί με την χρονολόγηση των τοιχογραφιών στο εσωτερικό του ναού που έγινε από τον αείμνηστο Βυζαντινολόγο κ. Παπαζώτο ο οποίος τις τοποθέτησε στο έτος 1619 μ.Χ. Η κ. Παϊσίδου τις τοποθετεί στο έτος 1570 μ.Χ.. Ο κ. Βασίλειος Κατσαρός, Βυζαντινολόγος, Καθηγητής Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας, Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ., πρόεδρος Κ.Β.Ε., διατύπωσε και κατά την επίσκεψη στο ναό αλλά και μετά την εισήγηση της κ. Παϊσίδου στο Συνέδριο, την άποψη ότι οι τοιχογραφίες είναι της ίδιας χρονικής περιόδου με την εξωτερική τοιχογραφία του ναού (1494) ενώ επιφυλάξεις διατύπωσε και ο καθηγητής κ. Ευθύμιος Τσιγαρίδας, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου.

Τώρα που εξασφαλίστηκαν οι πόροι ώστε να διασωθεί, να συντηρηθεί και να αναδειχθεί, ένα μνημείο της Ρητίνης και της ορεινής Πιερίας, άγνωστο μέχρι χθες ακόμη και στους κατοίκους της Πιερίας, απέκτησε ζωηρό επιστημονικό ενδιαφέρον και σίγουρα θα γίνει το επόμενο χρονικό διάστημα αντικείμενο επιστημονικής έρευνας από αρκετούς αρχαιολόγους.